στροφή

στροφή
η
1) оборот;

μιά πλήρη στροφή γύρω από τη γη — полный оборот вокруг земли;

2) вращение, поворачивание; кружение;
3) поворот;

απότομη στροφή — крутой поворот;

παίρνω τη στροφή — делать поворот;

κάνω στροφή — резко менять направление; — менять курс;

στροφή προς τα δεξιά — поворот направо;

στη στροφή τού δρόμου — на повороте дороги;

ο δρόμος αυτός είναι όλο στροφές — на этой дороге одни повороты;

4) строфа; куплет; припев

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στροφή" в других словарях:

  • στροφή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …   Dictionary of Greek

  • στροφή — η 1. κυκλική κίνηση, περιστροφή. 2. αλλαγή κατεύθυνσης: Έκανε στροφή 180 μοιρών. 3. γωνία δρόμου: Στη στροφή ανατράπηκε το φορτηγό. 4. σημείο κάμψης, καμπή. 5. μέρος ποιήματος: Ο εθνικός ύμνος αποτελείται από 158 στροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στροφῇ — στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind act 3rd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφῆ — στροφεύς vertebra masc nom/voc/acc dual στροφεύς vertebra masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφη — στρόφις slippery fellow masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) στροφάω turn hither and thither imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφῆι — στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίστιχο — Στροφή της κλασικής μετρικής που αποτελείται από δύο στίχους, έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο, και χρησιμοποιείται στην ελεγεία και στο επίγραμμα. Το αρχαιότερο γνωστό δ. είναι το δ. της ελεγείας του Καλλίνου (περ. 670 π.Χ.), αλλά εικάζεται ότι …   Dictionary of Greek

  • στροφαῖν — στροφή turning fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφαῖς — στροφή turning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφαῖσιν — στροφή turning fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»